άδηλος — η, ο (Α ἄδηλος ον) 1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος 2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός 3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
ԱՆԵՐԵՒՈՒԹԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0140 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c, 13c մ. ԱՆԵՐԵՒՈՅԹ կամ յԱՆԵՐԵՒՈՅԹՍ. եւ ԱՆԵՐԵՒՈՒԹԱԲԱՐ. Աներեւոյթ օրինակաւ, (ըստ ամենայն առման). անտեսաբար. անյայտաբար. յանծանօթս. ծածկապէս. լռիկ. խորհրդաբար. ἁοράτως,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)